- ανηλικιότητα
- [аниликиотита] ουσ. Θ. несовершенолетне
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ανηλικιότητα — ανηλικιότητα, η και ανηλικότητα, η το να είναι κανείς ανήλικος, να μην έχει τη νόμιμη ηλικία: Εμπόδιο στο γάμο ήταν και η ανηλικότητα της κοπέλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανηλικιότητα — η η ιδιότητα του ανήλικου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλικία. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στους Ελληνικούς κώδικες, στη Συνθήκη περί Ελλάδος] … Dictionary of Greek
Ορλεάνη — (Orleans). Πόλη (102710 κάτ.) της βορειοκεντρικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Λουαρέ (6775 τ. χλμ.), Είναι χτισμένη κοντά στον ποταμό Λίγηρα (Λουάρ), στη συμβολή της διώρυγας της Ορλεάνης. Ήταν πιθανότατα το Cenabum ή Genabum (Γήναβον) των… … Dictionary of Greek
Πτολεμαίος — I Όνομα των βασιλιάδων της τελευταίας ανεξάρτητης δυναστείας της αρχαίας Αιγύπτου πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση (31 π.Χ.). 1. Π. A’ Σωτήρ (περ. 366 – περ. 283 π.Χ.). Iδρυτής της δυναστείας και ο σημαντικότερος από όλους τους Πτολεμαίους που… … Dictionary of Greek